ἐκρέει

ἐκρέει
ἐκρέω
flow out
pres ind mp 2nd sg (epic ionic)
ἐκρέω
flow out
pres ind act 3rd sg (epic ionic)
ἐκρέω
flow out
pres ind mp 2nd sg (epic ionic)
ἐκρέω
flow out
pres ind act 3rd sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ατμοσυσσωρευτής — Συσκευή που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση του ατμού που παράγεται από τις εμβολοφόρες ατμομηχανές και προορίζεται για μεγαλύτερη εκμετάλλευση της θερμότητας που περιέχει ο ατμός. Η μέθοδος προτάθηκε το 1904 από τον Γάλλο μηχανικό Ογκίστ Ρατό …   Dictionary of Greek

  • στακτός — ή, όν, ΝΜΑ [στάζω] νεοελλ. φρ. «στακτό κόμμι» χημ. κόμμι που προέρχεται από ένα είδος γαρκινίας που φύεται στην Ινδία και χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο τού αραβικού κόμμεος, ως υδρόχρωμα και στη φαρμακευτική ως καθαρτικό μσν. αρχ. 1. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • Γκραντ Ρίβερ — (Grand River).Ονομασία ποταμών των ΗΠΑ. 1. Στην κεντρική Αϊόβα. Εκρέει στον ποταμό Μισούρι. Έχει μήκος 480 χλμ. 2. Στη βορειοανατολική Γιούτα. Παλαιά ονομασία της άνω ροής του ποταμού Κολοράντο έως τη συμβολή του με τον ποταμό Γκριν. 3. Στο… …   Dictionary of Greek

  • έκρυση — η (Α ἔκρυσις) 1. διέξοδος ρέοντος υγρού 2. αποβολή εμβρύου τις πρώτες μέρες μετά τη σύλληψη, (σε αντιδιαστολή προς την έκτρωση) 3. (για τρίχες) πτώση 4. η ουσία που εκρέει …   Dictionary of Greek

  • αμυγδαλόκολλα — η κολλώδης ουσία που εκρέει από την αμυγδαλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμύγδαλο + κόλλα] …   Dictionary of Greek

  • ατμοδόκη — Όρος που αναφέρεται σε μηχανές πολλαπλής απομόνωσης και προσδιορίζει τον χώρο στον οποίο εκρέει ο ατμός από τον κύλινδρο της ψηλής πίεσης και περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να μπει στον κύλινδρο της χαμηλής. Για την αποφυγή απωλειών πίεσης… …   Dictionary of Greek

  • ατμοσειρήνα — Συσκευή που λειτουργεί με ατμό και τη χρησιμοποιούσαν κυρίως στα ατμόπλοια για να εκπέμπει ηχητικά σήματα. Ο ατμός μπαίνει σε μία κυλινδρική θήκη με διπλά τοιχώματα και εκρέει με ορμή από λοξές σχισμές του εσωτερικού τοιχώματος. Το ρεύμα αυτό του …   Dictionary of Greek

  • βδέλλιον — βδέλλιον, το (AM) 1. είδος βαλσαμόδεντρου της Αφρικής 2. ευώδες κόμμι που εκρέει από το βδέλλιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνειο ανατολικής προελεύσεως πιθ. σημιτικό (πρβλ. εβρ. bedōlah, ασσυρ. budulhu)] …   Dictionary of Greek

  • κρατήρας — I (Αρχαιολ.). Αγγείο (κρατήρ) που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες από τους ομηρικούς χρόνους για να αναμειγνύουν το κρασί με νερό. Επρόκειτο κυρίως για δοχεία αρκετά μεγάλα με πλατύ στόμιο και λαβές. Παλαιότερα οι λαβές των κ. είχαν σχήμα ελίκων και… …   Dictionary of Greek

  • λατέξ — (latex). Βλ. λ. κόμμεα ή γόμες. * * * το (βοτ. χημ.) κολλοειδές αιώρημα που είναι είτε ο γαλακτικός χυμός ο οποίος εκρέει από ορισμένα φυτά όταν κοπούν ή τραυματιστούν είτε διάφορα τεχνητά γαλακτώματα που αποτελούνται από πλαστικό ή συνθετικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”